- ἡστικός
- ἡστ-ικός, ή, όν, ([etym.] ἥδομαι)A pleasing, agreeable,
πάθος S.E.M.6.33
. Adv. -κῶς, opp. ἀλγεινῶς, ib.10.225.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάθος S.E.M.6.33
. Adv. -κῶς, opp. ἀλγεινῶς, ib.10.225.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηστικός — ἡστικός, ή, όν (Α) [ηστός] ηδονικός, ευάρεστος, ευχάριστος. επίρρ... ἡστικὼς (Α) ευάρεστα, ηδονικά … Dictionary of Greek
ἡστικοῦ — ἡστικός pleasing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡστικῶς — ἡστικός pleasing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)